- φρυγιατικόν
- φρυγιατικόν, τό, an unknown plant, Gp.12.1.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρυγιατικόν — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγιατικόν — τὸ, Μ άγνωστο είδος φυτού … Dictionary of Greek